Working in the trenches: the Work That Reconnects in the refugee reception context of Greece

Print Friendly, PDF & Email

Εργασία στα χαρακώματα: η οικολογική ενσυναίσθηση (Work That Reconnects) στο πλαίσιο υποδοχής προσφύγων στην Ελλάδα

Scroll down for the  English translation

από την Τίνα Λυγδοπούλου

“Δεν τα παρατηρούμε  ποτέ [τα λουλούδια]. Αλλά τα παιδιά τα προσέχουν.” ~Ένα μέλος της ομάδας σχολιάζει τη σημασία του να βλέπεις τα πράγματα υπό μια νέα οπτική.

Υποδοχή προσφύγων, ανθρωπιστικό πεδίο & τραύμα

Αντί υποστήριξης, το πλαίσιο προσέφερε απανθρωποποίηση και διαιώνιση του τραύματος, αλλά και περαιτέρω έκθεση σε αυτό.

Την προηγούμενη χρονιά εργάστηκα για σύντομο χρονικό διάστημα ως διευθύνουσα ενός προγράμματος παιδικής προστασίας για μια μεγάλη ανθρωπιστική οργάνωση, που δραστηριοποιούνταν σε έναν από τους πιο εκτεταμένους χώρους υποδοχής προσφύγων στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ένα χώρο δίχως τρεχούμενο νερό, εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες από τη θάλασσα (μπρος και πίσω), με σκηνές στημένες πάνω σε πέτρες και γυμνή γη, ενώ ο μοναδικός δημόσιος χώρος αποτελούνταν από μια χούφτα σκηνές μη κυβερνητικών οργανώσεων και χωματόδρομους για τα οχήματα των οργανώσεων και της αστυνομίας, αλλά και τις μπουλντόζες. Ένας τόπος συνώνυμο της απελπισίας, όπου οι πρόσφυγες διέθεταν περιορισμένη πρόσβαση τόσο σε φαγητό και νερό, αλλά και σε επαρκείς υπηρεσίες υγείας, εγκαταστάσεις υγιεινής, παραμένοντας εκτεθειμένοι στην κακομεταχείριση και κακοποίηση εντός και εκτός του χώρου υποδοχής. Αντί υποστήριξης, το πλαίσιο προσέφερε απανθρωποποίηση και διαιώνιση του τραύματος, αλλά και περαιτέρω έκθεση σε αυτό.

Καθώς εργαζόμουν εντατικά εκείνη την περίοδο, ανησυχούσα για το προσωπικό, το οποίο παρουσίαζε συμπτώματα εκδαπάνισης μιλώντας ανοιχτά για την κατάστασή του. Ήταν μια ομάδα 20 ανθρώπων, αποτελούμενη από κοινωνικές λειτουργούς, ψυχολόγους και διερμηνείς. Οι τελευταίοι είχαν αποκτήσει καθεστώς πρόσφυγα πρόσφατα κι έτσι βρίσκονταν ακόμα ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες – των στρατοπέδων και της “κανονικής” ζωής. Όλα τα μέλη του προσωπικού ήταν εκτεθειμένα σε πρωτογενές και δευτερογενές τραύμα (ή και στα δύο) και άρα η κύρια ανησυχία μου αφορούσε το πως θα κατάφερνα να υπηρετήσω τις ανάγκες τους με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Έχοντας ξεκινήσει να εργάζομαι για το συγκεκριμένο οργανισμό μόλις ένα μήνα νωρίτερα, αποφάσισα να εστιάσω στο δευτερογενές τραύμα επιλέγοντας τη μεθοδολογία της οικολογικής ενσυναίσθησης (Work that Reconnects) ως μορφή κλινικής εποπτείας και υποστήριξης.

Εκείνη την περίοδο αναρωτιόμουν κατά πόσο θα αφορούσε έστω κι ελάχιστα το πεδίο των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Αποφάσισα ότι ήταν σχετικό. Το να ονειρεύεσαι τον κόσμο να υπάρξει ή το να σε ονειρεύεται ο  κόσμος να υπάρξεις αποτελεί μια παράλληλη διαδικασία. Τα στρατόπεδα προσφύγων αποτελούν εσωτερική, αλλά και εξωτερική πραγματικότητα. Έτσι, το προσωπικό που εργάζεται στο πλαίσιο αυτό, παρατηρώντας την απελπισία γύρω του σε καθημερινή βάση, με το πέρασμα του χρόνου μετατρέπεται σε τμήμα της απελπισίας αυτής, η οποία αναπαράγει τον εαυτό της. Για την ακρίβεια, μετατρέπεται στα ίδια τα στρατόπεδα, στη γυμνή γη, τις αρχές, τους πρόσφυγες, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Μετατρέπεται στον τόπο που ηθελημένα ή μη φιλοξενεί τα στρατόπεδα, στη χώρα, τον κόσμο, τους γλάρους που πετούν πάνω από τη θάλασσα με τις σκηνές και τη θάλασσα των κυμάτων. Η κατανόηση της κατάστασης αυτής είναι υψίστης σημασίας.

Η οικολογική ενσυναίσθηση ως προσέγγιση θεωρεί ότι η δυνατότητα διαλόγου με τον πόνο είναι πολύ σημαντική προκειμένου να μπορέσει κανείς να προχωρήσει μπροστά, αλλά τι μπορεί να γίνει όταν το προσωπικό βιώνει ήδη μια επώδυνη πραγματικότητα; Εδώ δεν επρόκειτο “απλώς” για κάτι σχετικό με το αντικείμενο εργασίας τους, αλλά κάτι ευρύτερο: την πολιτική υποδοχής των αιτούντων άσυλο, τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και της Ελλάδας. Οι περιπλεγμένες αυτές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες υποδοχής εντός της Ελλάδας δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδα, ούτε προσέφερε ορατές διαβεβαιώσεις ότι η κατάσταση θα μπορούσε πραγματικά ν’ αλλάξει στο κοντινό μέλλον.

Πρόκειται για πολιτικές που διακρίνονται από αυξανόμενη εχθρικότητα ή χαρακτηρίζονται από πρακτικές που έχουν περιγραφεί ως μορφές “κακόβουλης εγκατάλειψης.” Δείτε για παράδειγμα τις επαναπροωθήσεις που πραγματοποιεί στο Αιγαίο το ελληνικό λιμενικό, αλλά και το ρόλο της FRONTEX (ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φύλαξης Συνόρων και Ακτών – για παράδειγμα: https://ecre.org/frontex-leggeri-out-reportedly-over-olaf-scrutiny-as-new-investigation-points-to-cover-up-of-pushbacks-coast-guard-agency-is-arming-up-switzerland-sees-protests-ahead-of-referendu/) ή τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων κατά μήκος των συνόρων των διαφορετικών κρατών. Η έννοια του τραύματος είναι πανταχού παρούσα και άρα το να είμαστε σε θέση να το αναγνωρίσουμε και να το επεξεργαστούμε, επιτρέποντας παράλληλα στους εαυτούς μας να δουν την ευρύτερη εικόνα, θα μας έδινε ίσως τη δυνατότητα να μετακινηθούμε πέραν της απελπισίας που γεννούσαν οι συνθήκες στο πεδίο. Προκειμένου να συνεργαστούμε, γνώριζα καλά ότι θα έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτική, ώστε να μην πυροδοτήσω κάποιο τραυματικό περιστατικό ή να μην κινηθώ γρηγορότερα απ’ όσο θα άντεχε η ομάδα, λαμβάνοντας την ίδια στιγμή υπ’ όψη μου ότι τα μέλη της είχαν πρόσβαση σε διαφορετικά προνόμια βάσει κοινωνικής τάξης, “φυλής”, φύλου, ρόλου εντός του οργανισμού, εμπειρίας και εντοπιότητας ή ψυχολογικής και πνευματικής ισχύος. Χρειαζόταν να προχωρήσω μ’ ευαισθησία.

Ένταξη εναλλακτικών μεθοδολογιών εντός του ανθρωπιστικού πεδίου

Κάτι που αμέλησα να λάβω υπ’ όψη αφορούσε τις πολιτικές εντός του οργανισμού, καθώς και τις υποκείμενες πραγματικότητες που διαμορφώνουν τις συνθήκες εργασίας των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) εν γένει. Σχεδόν όλες οι ανθρωπιστικές ΜΚΟ, ιδιαίτερα όσες δραστηριοποιούνται στη διεθνή σκηνή, δίνουν προτεραιότητα στην τυποποίηση του έργου τους και προσδοκούν το ίδιο από τους μικρότερους φορείς που χρηματοδοτούν. Στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν την ποιότητα, εστιάζουν στην ποσότητα, γεγονός παράδοξο. Κι ενώ οι μεγάλες ΜΚΟ – εθνικής και διεθνούς εμβέλειας – προσφέρουν πληθώρα σεμιναρίων, τα περισσότερα παρουσιάζουν μονολογικό χαρακτήρα και ως επί τω πλείστον αξιοποιούν ως εκπαιδευτική μέθοδο την προβολή διαφανειών. Με τον τρόπο αυτό, το περιεχόμενο περιορίζεται κυρίως σε γενικολόγες εισαγωγές ευρύτερων θεμάτων και υπό την οπτική συνήθως του κυρίαρχου ρεύματος (δείτε για παράδειγμα συζητήσεις γύρω από τον όρο “σεξ επιβίωσης”), αντί να δίνεται έμφαση στην απόκτηση ουσιαστικών δεξιοτήτων βάσει της προηγούμενης εμπειρίας των συμμετεχόντων ή του τοπικού πλαισίου. Την ίδια στιγμή, προσεγγίσεις αυτού του τύπου σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση ή τις μεθοδολογίες διδασκαλίας δεν αντανακλούν απλώς μια τάση τυποποίησης ή έλλειψη επίγνωσης ως προς την εντοπιότητα κάθε παρέμβασης.

Εξυπηρετούν παράλληλα την εμπέδωση της παθητικής θέσης των εργαζομένων εντός του ανθρωπιστικού τομέα, τόσο κατά τη διεργασία της μάθησης, όσο και της εργασίας. Δίνοντας προτεραιότητα σε πρωτόκολλα και τα λεγόμενα πρότυπα, οι οργανώσεις δεν αφήνουν περιθώρια σε εναλλακτικές προσεγγίσεις και μεθοδολογίες. Η εργασία στο συγκεκριμένο τομέα, συνοδευμένη από μια πληθώρα ακρωνυμίων – κι ανεξαρτήτως προθέσεων – μετατρέπεται σε ζήτημα στατιστικών, όπου βασικό ζήτημα δεν αποτελεί η πραγματική ποιοτική επίδραση κάθε παρέμβασης, αλλά η ικανοποίηση των δωρητών και οι καταγεγραμμένοι αριθμοί  (πόσα χρήματα δαπανήθηκαν και πόσα άτομα “επωφελήθηκαν”).

Ως εκ τούτου, η εργασία εντός του πλαισίου αυτού συχνά προκαλεί συναισθήματα απελπισίας και κατακερματισμού. Υπάρχει φυσικά καλός λόγος για όλη αυτή τη γραφειοκρατεία και – θα τολμούσα να πω – τη στατιστική προσέγγιση της ίδιας της ζωής: πρόκειται για παρεμβάσεις έκτακτης ανάγκης ή όπως αλλιώς μου δήλωσε κάποτε η συντονίστρια πεδίου ενός ευρωπαϊκού ανθρωπιστικού οργανισμού αναγνωρισμένου κύρους “είμαστε σαν ένα στράτευμα και κάθε φορά που δίνεται μια εντολή, θα πρέπει πρέπει ν’ ακολουθείται δίχως περαιτέρω αμφισβητήσεις”. Παρόλα αυτά, οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης δεν θα έπρεπε να αποτελούν δικαιολογία για εσωτερική απραξία ή γραμμικές αντιλήψεις περί ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων, αλλά αντιθέτως εναύσματα κινητοποίησης όλων για αυξημένη δημιουργικότητα κι ενσυναίσθηση.

Στο πλαίσιο αυτό, κάθε απόπειρα ένταξης εναλλακτικών προσεγγίσεων εκπαίδευσης με επίκεντρο τις ομαδικές διεργασίες και τις ανθρώπινες σχέσεις, ενδέχεται να αντιμετωπιστεί ως απειλή. Κι αυτή ήταν επίσης και η προσωπική μου εμπειρία. Λίγο μετά την πρώτη εφαρμογή της μεθοδολογίας της οικολογικής ενσυναίσθησης, μου ζητήθηκε να επιστρέψω στις δίωρες συναντήσεις με παράλληλη χρήση διαφανειών (powerpoints), να υπενθυμίζω στα μέλη του προσωπικού τη θέση τους και να κρατώ ακριβείς σημειώσεις για το ποιός είπε τι. Κι ενώ η συζήτηση επιτρεπόταν, το περιεχόμενο των συζητήσεων όφειλε να έχει την έγκριση ή να ορίζεται από την προϊσταμένη.

Τί οφείλει να πράξει λοιπόν κανείς, εάν επιθυμεί να προτείνει στις οργανώσεις του κυρίαρχου ρεύματος εναλλακτικές προσεγγίσεις ως προς την κατανόηση και επεξεργασία του ανθρώπινου (αλλά και του μη ανθρώπινου) πόνου; Υπάρχουν τρεις διαθέσιμες επιλογές:

  • Μία είναι η υποστήριξη από κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία, ειδικά εάν εργάζεστε στον ίδιο φορέα και δε θα θέλατε να θέσετε σε κίνδυνο τη θέση εργασία σας. Κι όπως θα κάναμε και με την εισαγωγή κάθε νέας μεθοδολογίας, το να μπορεί κανείς να προετοιμάσει το έδαφος είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Όσες από εμάς καλλιεργούν τη γη ή τον κήπο τους, γνωρίζουν καλά ότι η προεργασία του εδάφους προηγείται της σποράς.
  • Ένας άλλος τρόπος όταν προτείνει κανείς κάτι νέο είναι μέσα από το ρόλο του ειδήμονα. Από τη θέση δηλαδή του εξωτερικού συνεργάτη που επιλέγεται ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό ή την εφαρμογή της συγκεκριμένης προσέγγισης κι έτσι απολαμβάνει την υποστήριξη των σημαντικών εντός του οργανισμού ατόμων (δηλαδή, αυτών με την ανάλογη εξουσία).
  • Παρόλα αυτά, ορισμένες φορές ο χρόνος αποτελεί μια άπιαστη πολυτέλεια, ιδίως αν ανησυχείς βαθιά για τις συνεργάτιδές σου και κατά προέκταση τους ανθρώπους που καλείσαι να υπηρετήσεις. Καθώς μ’ αρέσουν οι κήποι, θα ονόμαζα την τακτική αυτή “αντάρτικη κηπουρική”. Κάνεις ό,τι μπορείς με τα μέσα που διαθέτεις κι ελπίζεις για το καλύτερο, καθώς εύχεσαι να έχεις καλό καιρό κι ανθεκτικούς σπόρους.

Όποια επιλογή κι αν προτιμήσει κανείς, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι το προσωπικό γνωρίζει τι να περιμένει σε επίπεδο περιεχομένου, ειδικά εάν αλληλεπιδρά κανείς από μια θέση ισχύος. Γνωρίζει το προσωπικό για παράδειγμα τι σημαίνει μια βιωματική προσέγγιση εκπαίδευσης; Και πως το προσκαλείς να συμμετέχει σε μια διαδικασία σαν αυτή; Σε αντίθεση με τα εκπαιδευτικά σεμινάρια όπου οι συμμετέχοντες έχουν επιλέξει να τα παρακολουθήσουν, εάν εισάγεις κάτι διαφορετικό ενώ απολαμβάνεις τα προνόμια μιας υψηλότερης ιεραρχικά θέσης, χρειάζεται συναίνεση. Ουσιαστική συναίνεση.

Εφαρμογή της οικολογικής ενσυναίσθησης & ομαδική διεργασία

Οι έννοιες της συναίνεσης και της εμπιστοσύνης σχετίζονται, αλλά δεν είναι ταυτόσημες. Καθώς ήμουν νέα εργαζόμενη στο φορέα, έπρεπε να επιτρέψω στο προσωπικό να με γνωρίσει και να δοκιμάσει κατά πόσο ήμουν άξια της προσοχής του, αντί να του επιβάλλω την ειδημοσύνη μου. Αυτό σήμαινε για μένα ένα είδος συμβολικού “περιπάτου του θανάτου” – ή αλλιώς “death-walk” – για να χρησιμοποιούσε έναν όρο του Castaneda. Προκειμένου κάτι τέτοιο να είναι εφικτό, ζήτησα από τους συμμετέχοντες να χωριστούν σε υποομάδες και να προετοιμάσουν μια λίστα ερωτημάτων που θα ήθελαν να μου απευθύνουν, προσωπικών ή επαγγελματικών. Οι ερωτήσεις αυτές ήταν ενδεικτικές των προθέσεών τους, αλλά και της σοφίας τους. Κάποιες ήταν άμεσα προσωπικές, άλλες σχετίζονταν με το επαγγελματικό μου υπόβαθρο και εμπειρία, αλλά οι περισσότερες στόχευαν ξεκάθαρα στο να δοκιμάσουν τα όρια επίγνωσης του εαυτού μου και άρα της ισχύος μου, όπως με το ερώτημα “πιστεύεις ότι το πολιτισμικό σου υπόβαθρο και οι προσωπικές σου απόψεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόδοσή σου στο πεδίο;” Ή “θα τολμούσεις ποτέ να παραιτηθείς προκειμένου να προστατέψεις τις αξίες σου;”

Από το σημείο αυτό, ξεκινήσαμε να κουβεντιάζουμε και να επεξεργαζόμαστε όσα γνωρίζαμε, αλλά και όσα νιώθαμε. Γνώριζα ότι ο πόνος που εκφραζόταν όφειλε να προσεγγιστεί με ειλικρίνεια, σεβασμό και τρυφερότητα. Γνώριζα επίσης, ότι ο πόνος δύναται να προσφέρει δρόμους διαφυγής από καταστάσεις που φαίνονται τελματωμένες και ανέλπιδες. Προχωρώντας αργά από τη μία άσκηση στην άλλη, παρατηρούσα πως κάθε βήμα μας έφερε πιο κοντά σε μια επίγνωση που εμπεριείχε την αίσθηση της κοινότητας. Κατά τη διάρκεια του σταδίου της ευγνωμοσύνης, οι συμμετέχουσες δήλωσαν “είναι ενδιαφέρον πως η συνειδητότητα μπορεί να αποτελεί μέρος της εργασίας μας και για την ακρίβεια αναπόσπαστο κομμάτι της” ή “η ευγνωμοσύνη σε βγάζει από την έννοια της θυματοποίησης” – επρόκειτο για μια σειρά σημαντικών συνειδητοποιήσεων σε ό,τι αφορά την εργασία τους με πρόσφυγες.

Το να αγγίξουμε τον πόνο δεν ήταν εύκολο. Ακόμα και η απόπειρα να τον κουβεντιάσουμε ήταν αυτή καθαυτή επώδυνη ή όπως ανέφερε κάποιος “αν συνεχίζαμε δεν θα το άντεχα πλέον”. Υπό την έννοια αυτή, η πρόσβαση σε εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης του πόνου στο εδώ και τώρα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι το ουσιαστικό δεν είναι να εφαρμόσει κανείς τα πάντα στη διάρκεια μιας συνεδρίας, αλλά το να προσφέρει στην ομάδα αυτό που της χρειάζεται να γνωρίζει εντός μιας δεδομένης στιγμής. Η ένταξη τρόπων καθησυχασμού του σώματος (settling the body) αποτέλεσε την εισαγωγή στην επεργασία του πόνου, καθώς επέτρεπε τη φροντίδα του εαυτού, αλλά και την εμπρόθετο δράση: τί κάνεις όταν νιώθεις να σε ακινητοποιεί ο πόνος, όταν νιώθεις την ανάγκη να φύγεις έξω από το δωμάτιο τρέχοντας; Καθώς τιμούσαμε τον πόνο, αναδύονταν δύσκολες ιστορίες που εμπεριείχαν αφηγήματα αυτοτραυματισμών, το θάνατο, την απώλεια, βιασμούς και βασανιστήρια. Η ευγνωμοσύνη προς τον εαυτό λειτούργησε υποστηρικτικά προς το προσωπικό ώστε να μπορεί να εκτιμήσει το έργο του, ενώ οι πρακτικές καθησυχασμού του σώματος υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές, ειδικότερα εφόσον οι συνήθεις προσεγγίσεις κλινικής εποπτείας τις περισσότερες φορές δεν εμπεριέχουν την ενσαρκωμένη διάσταση του εαυτού, αλλά αντιθέτως τείνουν να εστιάζουν στις γνωσιακές διαστάσεις της βιωμένης εμπειρίας.

Καθώς προχωρούσαμε στο στάδιο των “τεσσάρων φωνών”, οι συμμετέχοντες μπορούσαν να επιλέξουν μια κατάσταση σχετική με την εργασία τους (συμπεριλαμβανομένου του ευρύτερου κοινωνικού πεδίου και όχι μόνο του στρατοπέδου), καθώς δοκίμαζαν να δώσουν υπόσταση στους διαφορετικούς ρόλους. Προσέθεσα τρία επιπλέον ερωτήματα, προκειμένου η άσκηση να είναι πιο σχετική με τις συνθήκες. Ήταν σ’ εκείνο ακριβώς το στάδιο που έγιναν εμφανείς οι δυσκολίες του πεδίου, καθώς αναστοχαζόμασταν επί της λειτουργίας του ανθρωπιστικού πλαισίου. Παρά  τις λεπτομερείς επεξηγήσεις προς τις συμμετέχουσες, ορισμένες φωνές “εκπαραθυρώνονταν” πεισματικά και με ελάχιστες εξαιρέσεις. Πιο συγκεκριμένα αυτές των μελλοντικών γενεών και των μη ανθρώπινων φωνών. Οι δικαιολογίες που προσφέρθηκαν από τα μέλη της ομάδας συμπεριλαμβάναν: “προβάλλαμε την ανάγκη για πρακτικότητα”, “αντιλαμβανόμαστε ότι η αντίληψή μας είναι περιορισμένη”, “έχουμε χάσει τη μακροπρόθεση κατανόηση του πεδίου”, “νιώθω αποσυνδεδεμένος – το τι κάνω από το ποιός είμαι”.

Έγινε εμφανές πόσο δύσκολο ήταν να φανταστούν Άλλες φωνές, καθώς εργαζόμενοι/ες στο πεδίο παγιδεύονταν εντός των ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών. Μία μη ανθρώπινη φωνή ενδέχεται να φαντάζει εντελώς άνευ νοήματος στα μάτια κάποιου που δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε δράσεις κοινωνικής δικαιοσύνης ή το μέλλον ίσως να φαίνεται άσχετο όταν αντιμετωπίζουμε καταστάσεις κατεπείγοντως. Την ίδια στιγμή, κατέστη εμφανές ότι αυτοί οι Άλλοι ίσως να είναι σε θέση να προσέξουν όσα οι οργανώσεις και το προσωπικό τους αδυνατούν να διακρίνουν. Τα παιδιά μπορούν να δουν τα λουλούδια που ανθίζουν ανάμεσα στα μπάζα και σχετίζονται με αυτά ή κρέμονται από την παρουσία τους για λίγη ελπίδα.

Η έννοια της ελπίδας αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα. Το προσωπικό συζητούσε πως οι μη κυβερνητικές οργανώσεις αποτελούν μέρος του συστήματος σε μια καπιταλιστική κοινωνία που δεν επιτρέπει σε συνυπάρχουσες πραγματικότητες να αναδυθούν. Ένιωθαν ότι υποχρεώνονταν να επιλέξουν ανάμεσα σε “αυτό” και “εκείνο”. Αναρωτιόντουσαν εάν όσα κάνουν έχουν το παραμικρό νόημα, δηλώνοντας παράλληλα πως κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Παρέμεναν με την επίγνωση ότι “οι ΜΚΟ αποδέχονται το ανεπίτρεπτο” (αποδεχόμενες να λειτουργήσουν εντός του υφιστάμενου συστήματος) κι ένιωθαν αδυναμία. Σε αυτή τη στιγμή απόγνωσης, η μοναδική μη ανθρώπινη φωνή που αναδύθηκε ήταν αυτή μιας μαύρης γάτας. Τί θα είχε να μας πει για όλα αυτά; Μου απάντησαν: “Η γάτα παρακολουθεί. Η γάτα βλέπει τι πραγματικά συμβαίνει. Η γάτα σε αντίθεση με τους ανθρώπους δε διακρίνει διαφορές ανάμεσα στις γάτες. Αυτό είναι το δίδαγμα. Η γάτα είναι απλώς μια γάτα. Η γάτα λέει ‘πεινάω’. Ιστορικά, η μαύρη γάτα συμβόλιζε τη γενική απεργία”. Ολοκληρώσαμε τη συζήτηση αναστοχαζόμενες αυτά τα σχόλια – την ανάγκη για φροντίδα του εαυτού και αλληλεγγύη μέσω ενός κοινού αγώνα.

Με την ολοκλήρωση του εξαώρου, ένα μέλος της ομάδας σχολίασε “νιώθω τελείως χαμένος, όλο αυτό ήταν πολύ βαθύ και δεν έχω συνηθίσει να εργάζομαι με αυτόν τον τρόπο κι έτσι κάποιες φορές αγχωνόμουν, αλλά υποθέτω ότι σταδιακά μπορούμε να μάθουμε να εισερχόμαστε σε αυτές τις καταστάσεις εμβάθυνσης”, “συνέβησαν πολλά θετικά πράγματα που δεν τα περίμενα”. Έδωσαν έμφαση στην ανάγκη να συναντιώνται εκτός του στρατοπέδου με τη φυσική τους υπόσταση αντί της ηλεκτρονικής (λόγω των περιορισμών της περιόδου λόγω κορωνοϊού). Ένιωθαν ασφαλείς και προστατευμένοι, ειδικά καθώς δεν υπήρχε η πίεση του χρόνου και του χώρου. Στο τέλος, ένα μέλος της ομάδας προσέθεσε “ίσως την επόμενη φορά, οι διερμηνείς θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε κάτι από τις δικές μας κουλτούρες”. Το τελευταίο σχόλιο μου έδωσε την αίσθηση ότι η “μειονότητα” (όχι υπό την έννοια των αριθμών, αλλά της πρόσβασης σε κοινωνικά δικαιώματα) έπαιρνε ενεργό θέση στη συνδιαμόρφωση των εκπαιδευτικών συναντήσεων. Αυτή τη στιγμή τη θεώρησα πολύ σημαντική.

Κατά τους μήνες που ακολούθησαν, και ενώ κάθε άλλη δυνατότητα για βιωματική εργασία είχε καταργηθεί ως χρονοβόρα ή άσχετη ως προς το έργο που καλούμασταν να επιτελέσουμε, η οικολογική ενσυναίσθηση εντάχθηκε στα αιτήματα των εργαζομένων προς την εργοδοσία, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να αποτελεί ένα από τα δικαιώματά τους.


by Tina Lygdopoulou

Recording by author

“We never notice [the flowers]. But children do.” ~ A group participant commenting on what it means to see with new eyes.

Refugee reception, the humanitarian field and trauma

Instead of support, the camp offered dehumanization and perpetuation of and exposure to further trauma.

Last year I worked briefly as the child protection manager for an humanitarian organisation in the context of one of the largest refugee reception centres in Greece. A space with no running water, exposed to weather from the sea on two sides, tents pitched on rubble and bare earth, with the only public spaces consisting of a handful of larger tents and the dirt roads frequented by non-governmental organisations (NGOs) vehicles, bulldozers and police cars. A place of desolation, with refugees lacking access to both water and food, adequate healthcare, and hygiene utilities, as well as being exposed to ongoing harassment and abuse coming from within and without the camp. Instead of support, the camp offered dehumanization and perpetuation of and exposure to further trauma.

Working crazy hours at the time, I was worried about the staff, who showed symptoms of burnout and even spoke openly about it. A group of 20, comprised of case workers, psychologists and interpreters. The latter had recently acquired refugee status and thus were still standing between two realities – the one of the camps and the other of “regular” life. All staff members were exposed to primary and secondary trauma or both and within this context, my main concern was how to best serve their needs. Having started to work for the particular organisation a month earlier, I decided to focus on vicarious trauma and thus turned to the Work that Reconnects as a methodology of intervention and support.

I was wondering at the time whether this approach could be relevant to humanitarian organisations at all. I decided that it was. Dreaming the world into being and being dreamed by the world is a simultaneous process. Refugee camps constitute both internal and external realities. Hence, staff working within the refugee context while witnessing despair around them become, in time, part of the desperation reproducing itself. In fact, they become the refugee camp, the bare earth, the authorities, the refugees themselves, the  NGOs. They become the place hosting (willingly or not) the camps, the country, the world, the seagulls flying over the sea of tents and the sea of waves. To be able to understand this is paramount. 

These complicated political and social conditions in refugee reception in Greece gave no space for hope

The Work that Reconnects considers coming into dialogue with the pain as an essential process in order to move forward, but what do you do with the staff who are currently in pain? This was not “just” a situation related to the content of their work or their role, but something far more relevant to both EU and Greek politics of asylum seeker reception conditions. These complicated political and social conditions in refugee reception in Greece gave no space for hope and provided no visible reassurance that the situation could actually change.

Refugee reception policies in Greece and Europe in general have been increasingly hostile or characterised by what has been termed a form of “malicious abandonment.” See for instance the pushbacks carried out in the Aegean Sea by the Greek coast guard and the role of FRONTEX (the European Border and Coast Guard Agency – for instance: https://ecre.org/frontex-leggeri-out-reportedly-over-olaf-scrutiny-as-new-investigation-points-to-cover-up-of-pushbacks-coast-guard-agency-is-arming-up-switzerland-sees-protests-ahead-of-referendu/) or the living conditions of refugees between the borders of different countries. Trauma was present and hence, recognising it and choosing to stay with it while allowing ourselves to see the bigger picture would perhaps allow group members to move beyond the desolation experienced due to field circumstances. In order to proceed, I knew I had to be very careful not to trigger a traumatic incident or move faster than the group would be willing to move, taking also into account that group members had access to varying degrees of privilege due to social class, “race”, gender, role within the organisation, experience, degrees of access to local context, psychological and/or spiritual rank. I needed to tread lightly. 

Introduction of alternative methodologies within the humanitarian context

What I did not take into account as such was the politics within the organisation and the underlying realities shaping the work of NGOs in general. Almost all humanitarian NGOs, especially the ones present in the international scene, give priority  to the standardisation of their work and are expecting the same of the smaller groups they fund. In their attempt to ensure quality, the latter becomes an issue of quantity, which is a paradox in itself. While big NGOs – both international and national – offer a variety of seminars, these are almost always of monologic character and primarily revolve around the use of powerpoints. Thus, their content is–more often than not–constricted to a mainstream introduction of a larger topic (take as an example the notion of “survival sex”) instead of actual skills, regardless of participants’ previous experience and seniority or even local context.

working within this context often results in feelings of senselessness and fragmentation

At the same time, such approaches to learning and methodologies of teaching do not just reflect a tendency for standardisation or lack of awareness of what is relevant to local context. They also serve to make explicit the humanitarian worker’s passive position in the learning process/work context. As humanitarian NGOs give priority to protocols and so-called standards, there is little space for alternative approaches. Accompanied by a multitude of acronyms and regardless of intentions, work in the humanitarian sector becomes an issue of statistics, where the main concern is not as much the actual qualitative impact of interventions attempted or taking place, but rather donor satisfaction and reporting numbers (money spent and persons “benefited”). As such, working within this context often results in feelings of senselessness and fragmentation.

There is of course a good reason for all the bureaucracy and statistical approach of – I would dare say – life itself: they call it emergency intervention or as the field coordinator of a prestigious European humanitarian organisation once told me “we are like the army; when we give an order it has to be followed without questions.” Still, emergencies should never be an excuse for internal inertia or linear understandings of psychosocial interventions, but instead motivate everyone involved towards creativity and increased empathy.

Soon after I  implemented the Work That Reconnects, I was requested to stick to 2-hour powerpoint meetings

In this context, any attempt to introduce an alternative approach to learning that emphasises group processes and human relationships may be seen as a threat. And that has been my personal experience as well. Soon after I  implemented the Work That Reconnects, I was requested to stick to 2-hour powerpoint meetings, remind staff their position and ensure that I keep precise minutes of who said what. Discussion was possible, but the agenda was to be pre-discussed and predetermined by/ with the manager. 

So what is one to do, if one wishes to introduce alternative approaches to human (and non-human) pain into mainstream organisations? There are 3 options available: 

  • Getting support from someone higher up is one option, especially if you are working within the same organisation and you do not wish to jeopardise your employment. As we would do with the introduction of any new methodology, preparing the ground is crucial. Those of us who farm or garden know that you need to work on the soil before you sow your seeds. 
  • Another way to suggest something new is from the position of an expert. An outsider who is selected precisely for the particular approach and hence has the support of key persons (i.e. those in power). 
  • Still, sometimes time may be a luxury you don’t have as you worry deeply about your coworkers and by extension the people they are working with. As I like gardens, I would name this a guerilla gardening tactic. You do what you can with the resources you have and you hope for the best, wishing for good weather and resilient seeds.  

if you are introducing something different while enjoying the privilege of higher hierarchical status, you need to get consent

Regardless of the option you choose, you need to ensure that staff knows what to expect in terms of content, especially if you are in a position of rank. For instance, does staff know what an experiential approach to training is? And how do you invite them in such a process? Contrary to seminars where participants choose to come to you, if you are introducing something different while enjoying the privilege of higher hierarchical status, you need to get consent. Actual consent. 

Applying the Work That Reconnects and group process

As I was new in the organisation, I had to allow myself to be known and be tested as to whether I am worthy of the staff’s attention

Consent and trust are interrelated but not identical. As I was new in the organisation, I had to allow myself to be known and be tested as to whether I am worthy of the staff’s attention instead of imposing my “expertise”. That meant some kind of symbolic “death-walk” in Castaneda’s terms. In order to do this, I asked participants to work in subgroups and make a list of questions – personal or professional – they would like to ask me. These were indicative of their intentions and wisdom. Some were directly personal, others had to do with my professional background and expertise, but most were clearly meant to test my awareness and sense of rank, as in “do you think your cultural background and your personal beliefs could influence your performance in the field?” or “would you ever consider resigning in order to protect your values?”.

From there, we started discussing and working on what we knew and felt. I knew that pain had to be approached with sincerity, respect and tenderness. I also knew that pain may offer a pathway out of situations that seem clogged and desperate. Moving slowly from one exercise to another, I witnessed how each step brought us closer to an awareness interrelated with a sense of community. During the gratitude step, participants stated “it is interesting how awareness can be part of the job and actually integral to the job” or “gratitude takes you outside the concept of victimisation” – all important realisations for their work with refugees. 

Including ways of settling the body was part of the introduction to pain, as it allowed for self-care and agency

Touching pain was not easy. Even the attempt to discuss it was painful in its own right, or as someone mentioned “if we went on, I wouldn’t bear it any longer”. In this sense, offering alternative ways of dealing with pain in the here and now was of great importance, keeping in mind that the intention is not to apply everything at once, but to offer what the group needs to know. Including ways of settling the body was part of the introduction to pain, as it allowed for self-care and agency: what do you do when you feel like freezing, in pain, like dashing out of the room? While honoring pain, difficult stories arose that included self-harm, death/ loss, rape and torture. Self-gratitude supported the staff in getting appreciation for what they do, while practices of settling the body became important, since average approaches of clinical supervision do not usually include an embodied aspect of the self, but rather tend to focus on cognitive aspects of lived experience. 

some voices were stubbornly left out or ignored with few exceptions: the future generation and the non-human

Going through the “four voices” stages, participants could choose a situation related to work (the wider social field, not just the camp), while trying the different voices. I offered three additional questions in order to render the exercise context-specific. This was when difficulties within the field became apparent, as we reflected on how the humanitarian context operates. Despite the detailed explanations I gave to participants, some voices were stubbornly left out or ignored with few exceptions: the future generation and the non-human. Reasons given by group members included: “we projected a need for practicality”, “we are realising our perception is limited”, “we have lost a long-term understanding of the field”, “I feel disconnected–what I do from who I am”.

It became apparent how difficult it is to imagine Other voices when those in the field are caught up in the wider social processes. A non-human voice may seem unrelated to someone solely engaged in the field of social justice or the future may not seem part of an emergency response. At the same time it was obvious that these Others may see what organisations and their staff do not see. Children  can see the flowers among the rubble in the camp and relate with or cling on to them for hope. 

They remained aware that “NGOs accept the unacceptable” (working within the system) and felt powerless.

Hope became a central issue. Staff had been discussing how NGOs are part of the system in a capitalist society that does not allow for co-existent realities to emerge, and they were being forced to choose between “this” and “that”. They wondered if what they do is meaningful, stating they are trying their best. They remained aware that “NGOs accept the unacceptable” (working within the system) and felt powerless. In this moment of despair, the only non-human voice that emerged was an invited black cat. What would it have to say about all this? They replied: “The cat is watching. The cat sees what is really going on. The cat, contrary to humans, sees no differences among cats. That’s the lesson. The cat is just the cat. The cat says “I’m hungry”. The black cat has historically been a symbol of general strike.” We concluded the conversation with those two remarks – the need for self-care and solidarity in struggle.

After completing a 6-hours session, a member of the staff mentioned “I felt totally lost, that was too deep and I have not been used in working this way, so this was sometimes stressful, but I guess we can learn gradually how to enter this kind of depth” and “a lot of positive things happened and I didn’t expect it”. They stressed the importance of seeing each other outside the camp context, in their embodied dimensions as opposed to their digital ones (due to covid restrictions at the time). They felt safe and protected while there was no pressure of time and space. Finally, another one added “perhaps the next time interpreters can present something of their cultures”. The latter implied the “minority” (not in terms of numbers, but equal access to rights) taking an active stand, wishing to co-shape the trainings. I considered this an important moment.

In the months following the application of the Work That Reconnects, and after any option of experiential work had been banned as time consuming or irrelevant, the work we did became part of the staff’s demands towards the administration being considered as one of their rights.


Tina Lygdopoulou: I am a story-teller, a therapist and social scientist. During the first years of my adult life I worked in the environmental sector and later on in the social sector. Being a story-teller, a social scientist or a therapist meant a hybrid identity and I always found it difficult to answer the question of who I am in a single sentence. I am passionate about nature and art too, so these two blend into my work and daily life creating in-between spaces that are never clearly demarcated. 

Since 2016 I have been introducing gardens into psychosocial intervention projects (and vice versa) and I am currently exploring the notion of tame and untamed gardens as spaces of healing and self-awareness. If you wish to contact me: info@kipos.org.gr  

~~

Εργάζομαι ως αφηγήτρια, κοινωνική επιστημόνισσα και θεραπεύτρια. Κατά τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής μου δραστηριοποιήθηκα στον περιβαλλοντικό χώρο και αργότερα στον κοινωνικό. Το να αντικρύζω τον εαυτό μου υπό την οπτική αυτών των τριών ταυτοτήτων σήμαινε για μένα μια υβριδική υβριδική αίσθηση του εαυτού και πάντα μου φαινόταν δύσκολο να απαντήσω την ερώτηση για το ποιά είμαι σε μία και μόνο πρόταση. Παθιάζομαι επίσης με τη φύση και την τέχνη, εντάσσοντάς τα στην εργασία μου και την καθημερινότητά μου με τρόπο που δημιουργεί ενδιάμεσους χώρους, ουδέποτε σαφώς οριοθετημένους. 

Από το 2016 εντάσσω τους κήπους σε δράσεις ψυχοκοινωνικής παρέμβασης (και το αντίθετο), ενώ κατά την περίοδο αυτή εξερευνώ τις έννοιες των ήμερων, αλλά και αδάμαστων κήπων, ως χώρους θεραπείας και αυτογνωσίας. Αν επιθυμείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου:  info@kipos.org.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.